Description
διάκριση βάσει της οποίας ένα άτομο αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά λόγω φύλου, ηλικίας, εθνικότητας, φυλής, εθνότητας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατάστασης υγείας, αναπηρίας, σεξουαλικών προτιμήσεων ή ταυτότητας φύλου, σε σύγκριση με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται, αντιμετωπίστηκε ή θα αντιμετωπιζόταν άλλο άτομο σε παρόμοιες περιστάσεις
Additional notes and information
Ο ορισμός υποδηλώνει ότι ένα άτομο το οποίο αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά πρέπει να συγκρίνεται με άτομο το οποίο βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ωστόσο, όταν ένα άτομο τίθεται σε μειονεκτική θέση λόγω φύλου, το γεγονός αυτό συνιστά διάκριση και δεν απαιτείται σύγκριση με παρόμοιες περιστάσεις. Η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση λ.χ. μιας γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας συνιστά άμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών.